- ἀληθινούς
- ἀληθινόςagreeable to truthmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek
Γρανάδα — I (Granada).Πόλη (239.590 κάτ. το 2002) της νότιας Ισπανίας, στην περιοχή της Ανδαλουσίας. Αποτελεί πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος. Η Γ. βρίσκεται σε υψόμετρο 690 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, στα πρώτα βορειοδυτικά… … Dictionary of Greek
Μάλικ, Τέρενς — (Terrence Malick, Γουέικο, Τέξας 1943 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Πήρε πτυχίο φιλοσοφίας από το Χάρβαρντ και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο κολέγιο Μάγκνταλεν της Οξφόρδης, χωρίς να αποφοιτήσει. Κατά την… … Dictionary of Greek
Μαχαμπαράτα — (σανσκρ. Mahabharata = μεγάλη αφήγηση των πολέμων των Μπαράτα). Σανσκριτικό έπος της Ινδίας, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ινδικό έργο και ένα από τα πιο εκτεταμένα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η αρχική συγγραφή του, η οποία… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek
Ντίσνεϊ, Γουόλτ — (Walt Disney, Σικάγο 1901 – Μπέρμπανκ 1966). Αμερικανός δημιουργός κινούμενων σχεδίων και κινηματογραφικός παραγωγός. Αφού άσκησε πρώτα διάφορα επαγγέλματα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Τέχνης του Σικάγου και από το 1919 έως το 1922… … Dictionary of Greek
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek
παράζωα — Όρος τον οποίο επινόησε το 1884 ο Ο. Τζ. Σόλας για να χαρακτηρίσει τα πολυκύτταρα εκείνα ζώα που, εξαιτίας της απλής οργάνωσής τους, ταξινομούνται στη βάση της ζωικής σειράς. Τα π. διαφέρουν από όλα τα άλλα μετάζωα, γιατί δεν έχουν αληθινούς… … Dictionary of Greek